-
1 συντηρέω
A keep or preserve closely, ἑαυτὸν ἀδωροδόκητον Aristeas 209;τὴν ψυχήν μου μὴ φαγεῖν LXX To.1.11
; σ. [τὴν γνώμην] παρ' ἑαυτῇ keep it close, Plb.30.30.5, cf. LXX Si.39.2, Ev.Luc.2.19.2 preserve, maintain, of grants or privileges, SIG705.48 (Delph., ii B.C.), al., BGU1074.2 (i A.D.):—[voice] Pass., IG12(5).860.44 ([place name] Tenos); ἀμφότεροι -οῦνται (sc. ὅ τε οἶνος καὶ οἱ ἀσκοί) Ev.Matt.9.17.3 observe strictly,τὸ τῆς φύσεως τέλος Epicur.Fr. 554
; τὰ νόμιμα Aristeas 127;τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ LXX Si.2.15
;τὴν εὐταξίαν Arch.Pap.3.134
(Thera, iii/ii B.C.);τήν τε φιλίαν καὶ τὴν συμμαχίαν Riv.Fil.60.60
(Cyrene, ii B.C.); σ. τὸ διάστημα keep distance, Ascl. Tact.12.11, Ael.Tact.42.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συντηρέω
См. также в других словарях:
благочиниѥ — БЛАГОЧИНИ|Ѥ (33), ˫А с. 1.Установленный порядок, правила: къ симъ же и о бл҃го||чинии цр҃квъ. ˫авлѥна правила повелѣхомъ. (ὑπὲρ τῆς εὐταξίας) КЕ XII, 25а б; мнози цр҃квьноѥ бл҃гочиниѥ съмоуштати и развратити хотѩште. (τὴν... εὐταξίαν) Там же,… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
благочинениѥ — БЛАГОЧИНЕНИ|Ѥ (3*), ˫А с. 1.Порядок, благоустройство: подобаѥть же прочеѥ намъ. въ соущеѥ оучинениѥ нѣкыхъ инѣхъ главъ помѩноути. къ цр(к)вноумоу и къ тѣмъ невидимыимъ. бл҃гочинениѥ же и оустроѥниѥ. УСт XII/XIII, 245 об. 2. Соблюдение правил,… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
благочиньникъ — БЛАГОЧИНЬНИК|Ъ (1*), А с. Наставник, поддерживающий должный порядок, благочиние: настолници оуставника закону. гражане градника. народи бл҃гочиньника иже о словесѣхъ. наказателѩ (τὴν εὐταξίαν) ГБ XIV, 177б … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ … Dictionary of Greek
Σοφιανός — Επώνυμο Ελλήνων λογίων. 1. Νικόλαος. Κωδικογράφος, εκδότης και πρόδρομος του δημοτικιστικού κινήματος (Κέρκυρα 1500; Ρώμη μετά το 1552). Σπούδασε πιθανώς στο Ελληνικό Γυμνάσιο της Ρώμης και υπηρέτησε ως βιβλιοθηκάριος των φιλελλήνων καρδινάλιων… … Dictionary of Greek
ραβδοφόρος — α, ο / ῥαβδοφόρος, ον, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. ῥαβδηφόρος, ον, Α 1. αυτός που φέρει ράβδο 2. (στην αρχ. Αθήνα, στη Ρώμη και την Αίγυπτο) (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι ραβδοφόροι οι ραβδούχοι («ἦσαν ἐπὶ τῆς θυμέλης ῥαβδοφόροι τινές πρὸς εὐταξίαν τῶν… … Dictionary of Greek